Διεπιστημονικό Κέντρο Ειδικών Θεραπειών

.

Ψυχολογική υποστήριξη – Ψυχοθεραπεία

Η  ψυχολογική υποστήριξη  των παιδιών και των εφήβων έχει ως βασικό σκοπό τη μείωση των συναισθηματικών και συμπεριφορικών δυσκολιών που εκδηλώνουν  και την  ενδυνάμωση των δεξιοτήτων  προσαρμογής ώστε να αποκατασταθεί η λειτουργικότητα τους στο οικογενειακό, σχολικό και ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον. Η δημιουργία ενός κλίματος εμπιστοσύνης που χαρακτηρίζεται από θετικά συναισθήματα, κατανόηση,  αποδοχή και ενεργό εμπλοκή του παιδιού και του εφήβου στην θεραπευτική διαδικασία αποτελεί την βάση για την δημιουργία καλής σχέσης μεταξύ του ψυχολόγου – θεραπευτή και του παιδιού. Τα παιδιά εκπαιδεύονται να αντιλαμβάνονται, καταγράφουν και αντιμετωπίζουν με εναλλακτικούς τρόπους τις δυσκολίες του.

Οι πιο συχνές δυσκολίες που μπορεί να εκδηλώσει ένα άτομο παιδικής και εφηβικής ηλικίας και να αποτελέσει αίτημα θεραπευτικής παρέμβασης είναι:

ΑΓΧΟΣ – ΑΓΧΩΔΕΙΣ ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ

Οι αγχώδεις διαταραχές είναι από τις διαταραχές που παρουσιάζονται με τη μεγαλύτερη συχνότητα κατά την παιδική και εφηβική ηλικία. Στον παιδικό πληθυσμό η συχνότητα εμφάνισης των διαταραχών άγχους κυμαίνεται μεταξύ 3-18%. Έχει διαπιστωθεί επίσης ότι σε όλο το φάσμα της παιδικής και εφηβικής ηλικίας, τα κορίτσια εμφανίζουν συμπτώματα άγχους με μεγαλύτερη συχνότητα  σε σύγκριση με τα αγόρια.

Oι αγχώδεις διαταραχές που μπορεί να εκδηλώσει ένα άτομο παιδικής και εφηβικής ηλικίας σύμφωνα με το DSM – IV είναι οι εξής:

Tα νήπια και τα παιδιά προσχολικής ηλικίας είναι φυσιολογικό να παρουσιάζουν κάποιο βαθμό άγχους σε περιπτώσεις απομάκρυνσης από το σπίτι και πραγματικού ή ενδεχόμενου αποχωρισμού από τα άτομα στα οποία είναι προσκολλημένα. Όταν ωστόσο το άγχος αυτό εί­ναι υπερβολικής έντασης και εκδηλώνεται σε παιδιά μεγαλύτερης ηλι­κίας  τότε ενδέχεται να αποτελεί ένδειξη της διαταρα­χής άγχους του αποχωρισμού.

Η προσβολή πανικού εκδηλώνεται με έντονο φόβο ή δυσφορία, κατά την οποία το άτομο βιώνει ένα οξύ επεισόδιο άγχους.  Οι έφηβοι με διαταραχή πανkιού αρχίζουν να αποφεύγουν καταστάσεις ή δραστηριότητες στις οποίες έτυχε στο παρελθόν να προσβληθούν από πανικό. Η τάση αποφυγής αυτών των καταστάσεων είναι πιο έντονη όταν εκτιμάται ότι δεν θα βρίσκεται κοντά του κάποιο οικείο πρόσωπο για να το βοηθήσει και μπορεί να οδηγήσει και στην εκδήλωση αγοραφοβίας.

Αν και στον παιδικό πληθυσμό η διαταραχή πανικού είναι σπάνια, διαφαίνεται ότι η διαταραχή άγχους του αποχωρισμού είναι πιθανό να αποτελεί μια πρώιμη μορφή προσβολής πανικού η οποία στην εφηβεία εξελίσσεται σε διαταραχή πανικού. Υπολογίζεται ότι το 30% των παιδιών με άγχος αποχωρισμού εκδηλώνουν διαταραχή πανικού και αγοραφοβία.

Οι ειδικές φοβίες διακρίνονται από τους φυσιολογικούς  φόβους που βιώνει ένα παιδί  στην καθημερινοτητά με βάση την ένταση, την συχνότητα και την έκπτωση που προκαλούν στην λειτουργικότητα του. Αναλυτικότερα, οι φοβικές αντιδράσεις είναι υπερ­βολικές και δυσανάλογες των απαιτήσεων της συγκεκριμένης κατά­στασης, εκδηλώνονται παρά τη θέληση του ατόμου, οδηγούν στην αποφυγή του φοβικού ερεθίσματος, επιμένουν στο χρόνο και δεν διευκολύνουν το άτομο στην αποτελεσματική του προσαρμογή. Οι πιο συνηθισμένες φοβίες στα παιδιά αφορούν τα ύψη, το σκοτάδι, τους κεραυνούς και τα σκυλιά.

Τα παιδιά είναι πιθανό να μην αντιλαμβάνονται πάντα πότε οι φό­βοι τους είναι υπερβολικοί ή αδικαιολόγητοι.

Βασικό χαρακτηριστικό της κοινωνικής φοβίας είναι ο έντονος και επίμονος φόβος που διακατέχει το άτομο σε μια ή περισσότερες κοινωνικές καταστάσεις. Το άτομο φοβάται ότι θα περιέλθει σε κατάσταση αμηχανίας και σύγχυσης και αποφεύγουν τις καταστάσεις αυτές ή τις υπομένουν βιώνοντας έντονο άγχος.

Τα παιδιά και οι έφηβοι με κοινωνική φοβία έχουν συνήθως πολύ λίγους φίλους, είναι απρόθυμοι να συμμετέχουν σε ομαδικές δραστηριότητες και θεωρούνται ήσυχοι και συνεσταλμένοι τόσο από τους γονείς  και από τους συνομηλίκους τους. Στο σχολείο, τα παιδιά με κοινωνική φοβία εμφανίζονται ως ιδιαίτερα φοβισμένα σε ένα ευρύ φάσμα τάσεων, όπως για παράδειγμα όταν χρειάζεται να διαβάσουν φωναχτά  να πάρουν το λόγο στη τάξη, να ζητήσουν βοήθεια από τον δάσκαλο. Παρόμοια αποφευκτική συμπεριφορά είναι πιθανό να εκδηλώνεται ακόμη και στο σπίτι. Τα παιδιά με κοινωνική φοβία ενδέχεται να μην απαντούν στο τηλέφωνο και να απομονώνονται όταν έχουν επισκέπτες. Η κοινωνική φοβία συνήθως εκδηλώνεται στην εφηβεία και σπανιό­τερα μπορεί να διαγνωστεί σε παιδιά κάτω των δέκα ετών.

Η ιδεοψυχαναγκαστική διατα­ραχή εμφανίζεται στο 2% τον πληθυσμού των παιδιών και των εφήβων και τα συμπτώματα εκδηλώνονται συνήθως για πρώ­τη φορά γύρω στην ηλικία των 10 ετών.

Οι ψυχαναγκασμοί των παιδιών αφορούν κυρίως σε θέματα που  σχετίζονται με την καθαριότητα, τον έλεγχο και την τακτοποίηση πραγ­μάτων. Οι τελετουργίες οι οποίες έχουν σχέση με την καθαριότητα αποτελούν το πιο σύνηθες σύμπτωμα σε περισσότερες από το 85% των περιπτώσεων των παιδιών με ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή. Στη σχετική βιβλιογραφία αναφέρεται, πως στο 90% τουλάχιστον των περιπτώσεων το περιεχόμενο των ιδεοψυχαναγκασμών αλλάζει με το χρόνο.

Τα παιδιά με τη διαταραχή αυτή παρουσιάζουν επίμονο άγχος, ως επακόλουθο ενός τραυματικού γεγονότος που βίωσαν και το οποίο είναι ασυνήθιστο στα πλαίσια της ανθρώπινης εμπειρίας. Τέτοιου εί­δους γεγονότα μπορεί να είναι κάποιες φυσικές καταστροφές όπως, για παράδειγμα, ένας σεισμός ή περιστάσεις κατά τις οποίες το παιδί γίνε­ται αυτόπτης μάρτυρας κάποιου εγκλήματος, βιασμού, βασανισμού ή άλλης βίαιης ενέργειας.

Οι αντιδράσεις του παιδιού με τη διαταραχή αυτή περιλαμβάνουν έντονους και επίμονους φόβους, αίσθημα αβοήθητου ή τρόμο. Οι αντι­δράσεις αυτές στα παιδιά συχνά μπορεί να εκφράζονται με αποδιορ­γανωμένη ή διεγερτική συμπεριφορά. Το τραυματικό γεγονός αναβιώνεται από το άτομο με διάφορους τρόπους, όπως: α) επαναλαμβανόμε­νες και παρείσακτες ενοχλητικές ανακλήσεις του γεγονότος, β) επανει­λημμένα ενοχλητικά όνειρα τα οποία σχετίζονται με το τραυματικό γε­γονός, γ) συναισθήματα αναβίωσης του γεγονότος και δ) έντονες ενο­χλήσεις από νύξεις οι οποίες μπορεί να του θυμίζουν το τραυματικό γεγονός.

Το παιδί μπορεί να έχει διαταραχές ύπνου, εκρήξεις θυμού, δυσκολίες στη συγκέντρωση της προσοχής και να αντιδρά με υπερβολή στο ξάφνιασμα όπως επίσης          να διακρίνεται από αίσθημα αποξένωσης ή απομάκρυνσης από τους άλλους.

Τα παιδιά με αυτή τη διαταραχή νιώθουν να βρίσκονται σε κατά­σταση έντασης και συχνά αδυνατούν να χαλαρώσουν λόγω της πολύ μεγάλης τους ανησυχίας. Συχνά μπορεί να ανησυχούν υπερβολικά για τις επιδόσεις τους στο σχολείο, για τις σχέσεις τους με τα άλλα παιδιά και πολλές φορές δίνουν την εντύπωση του τελειομανή. Τα παιδιά με  γενικευμένη αγχώδη διαταρα­χή συνήθως υπερεκτιμούν το ενδεχόμενο των αρνητικών συνεπειών ορισμένων καταστάσεων σε βαθμό που πολλές φορές βιώνουν συνθή­κες επερχόμενης καταστροφής, ενώ ταυτόχρονα νιώθουν αδύναμα και ανήμπορα να αντιμετωπίσουν τις εξελίξεις που προβλέπουν ότι μπορεί να ακολουθήσουν.

Tο έντονο και υπερβολικό άγχος που αποτελεί το κεντρικό γνώρισμα των διαταραχών άγχους επηρεάζει τους τομείς  της  αντίληψης, των σκέψεων, του συναισθήματος, της συμπεριφοράς και της  διαπροσωπικής προσαρμογής των παιδιών.

Στην πρώιμη φάση, κεντρικός στόχος του θεραπευτικού μας προγράμματος αποτελεί η αυτορύθμιση και επιλέγονται τεχνικές αυτοπαρατήρησης και αυτοκαταγραφής. Το παιδί μαθαίνει, δηλαδή, να αναγνωρίζει και να αξιολογεί τις αρνητικές σκέψεις, τα συναισθήματα, τις συμπεριφορές και τα σωματικά συμπτώματα που χαρακτηρίζουν τις  αγχώδεις  διαταραχές.

Στην δεύτερη φάση, στόχος μας είναι η αποκατάσταση της λειτουργικότητας του ατόμου. Τα παιδιά και οι έφηβοι με αγχώδης διαταραχές εκπαιδεύονται σε τεχνικές χαλάρωσης όπως η διαφραγματική αναπνοή και η μυϊκή χαλάρωση για την μείωση της μυϊκής έντασης και των σωματικών συμπτωμάτων του άγχους. Επίσης, η εφαρμογή ενός προγράμματος  κοινωνικών δεξιοτήτων χρησιμοποιώντας κυρίως τεχνικές που βασίζονται στην μίμηση προτύπου (π.χ. παίξιμο ρόλων με κούκλες) έχει ως στόχο την επανάκτηση της λειτουργικότητας του παιδιού στο σχολείο και το σπίτι.  Τέλος, τα παιδιά μέσω τεχνικών αυτοκαθοδήγησης και αυτοελέγχου όπως η ανάπτυξη εσωτερικού διαλόγου μαθαίνουν να αμφισβητούν τις αυτόματες σκέψεις που έχουν ως κύριο γνώρισμα την καταστροφοποίηση.

Στην τελική φάση της θεραπείας μέσω πιο σύνθετων  τεχνικών επιχειρείται η αξιολόγηση των βαθύτερων πεποιθήσεων του παιδιού και ιδίως εκείνων που αναφέρονται στην αίσθηση της απειλής και της ευαλωτότητας. Με τις τεχνικές της σταδιακής έκθεσης το παιδί ενθαρρύνεται να πλησιάσει την κατάσταση η οποία του προκαλεί άγχος και φόβο και παράλληλα μαθαίνει να  αντιμετωπίζει και όχι να αποφεύγει το ερέθισμα ή την κατάσταση.

ΚΑΤΑΘΛΙΨΗ

Τις τελευταίες δεκαετίες παρατηρείται μια αύξηση στη συχνότητα εμφάνισης της κατάθλιψης σε παιδιά σχολικής και εφηβικής ηλικίας. Ο όρος κατάθλιψη χρησιμοποιείται με την έννοια ενός συνδρόμου, ενός συνδυασμού δηλαδή συμπτωμάτων στενοχώριας, μοναξιάς και νευρικότητας τα οποία έπονται ενός οδυνηρού γεγονότος αλλά υποχωρούν σε εύλογο χρονικό διάστημα. Επίσης, ο όρος κατάθλιψη αναφέρεται σε μια συγκεκριμένη διαταραχή είτε πρόκειται για το μείζον καταθλιπτικό επεισόδιο είτε στα πλαίσια ενός μεικτού επεισοδίου στην οποία τα συμπτώματα αυτά είναι αυξημένα σε ένταση επιμένουν στο χρόνο και έχουν συγκεκριμένη αιτιολογία, πορεία και έκβαση. Η κατάθλιψη εντάσσεται στις διαταραχές διάθεσης. Υπολογίζεται ότι το 2-3% παιδιών σχολικής ηλικίας και το 3-8% των ατόμων εφηβικής ηλικίας διαγιγνώσκονται με κατάθλιψη.

Σύμφωνα με το DSM-IV, τα βασικά χαρακτηριστικά του μείζονος καταθλιπτικού επεισοδίου είναι:

Στόχοι της ψυχοθεραπευτικής παρέμβασης σε παιδιά με κατάθλιψη

Η ψυχοθεραπευτική αντιμετώπιση της κατάθλιψης στα παιδιά και τους εφήβους περιλαμβάνει: α) την ψυχοεκπαίδευση,  β) την εκπαίδευση σε τεχνικές επίλυσης προβλημάτων  και γ) τελική φάση ψυχοθεραπείας

Κατά την διάρκεια της ψυχοεκπαίδευσης ο ψυχολόγος θεραπευτής ενημερώνει το παιδί και τον έφηβο για την φύση της διαταραχής για την εμφάνιση, δηλαδή, και πιθανή αιτιοπαθογένεια των συμπτωμάτων, και για το μοντέλο ερμηνείας της κατάθλιψης. Επίσης, βασικός στόχος της φάσης αυτής είναι η μείωση της απώλειας ενδιαφέροντος με την εφαρμογή τεχνικών προγραμματισμού δραστηριοτήτων.

Κατά την φάση της εκπαίδευσης στην επίλυση κοινωνικών προβλημάτων το παιδί  μαθαίνει να εντοπίζει τα προβλήματα στις διαπροσωπικές σχέσεις, να βρίσκει εναλλακτικούς τρόπους επίλυσης τους, να επιλέγει και εφαρμόζει την πιο κατάλληλη λύση και να αξιολογεί την αποτελεσματικότητα τους.

Κατά την τελική φάση της ψυχοθεραπείας τα παιδιά και οι έφηβοι με κατάθλιψη μαθαίνουν να εντοπίζουν, καταγράφουν και τροποποιούν τις αρνητικές σκέψεις, τις παραποιήσεις και τα βαθύτερα που σχετίζονται με την εμφάνιση και διατήρηση των καταθλιπτικών συμπτωμάτων.

Οι γονείς ενίοτε συμμετέχουν σε αντίστοιχο πρόγραμμα συμβουλευτικής. Τα προγράμματα εκπαίδευσης των γονέων περιλαμβάνουν τρεις φάσεις: α) την ψυχοεκπαιδευτική φάση, β) την φάση παροχής διαφορικής ενίσχυσης μη καταθλιπτικών συμπεριφορών  και γ) την φάση εκπαίδευσης σε τεχνικές επίλυσης προβλημάτων και βελτίωσης της επικοινωνίας.

ΔΙΑΤΑΡΑΧΗ ΕΛΛΕΙΜΜΑΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΟΧΗΣ – ΥΠΕΡΚΙΝΗΤΙΚΟΤΗΤΑ

Η διαταραχή ελλειμματικής προσοχής/υπερκινητικότητα είναι μια αναπτυξιακή διαταραχή οργανικής αιτιολογίας. Τα κύρια χαρακτηριστικά των παιδιών με ΔΕΠ – Υ είναι η εκδήλωση συμπτωμάτων απροσεξίας και  παρορμητικότητας/υπερκινητικότητας σε βαθμό δυσανάλογο με την ηλικία τους με αποτέλεσμα να εμφανίζουν περιορισμένες ικανότητες  για:

Η ενεργητικότητα, η αυξημένη κινητική δραστηριότητα και η αδυναμία συγκέντρωσης της προσοχής για μεγάλο χρονικό διάστημα αποτελούν χαρακτηριστικά γνωρίσματα των περισσότερων παιδιών, ιδιαίτερα κατά τη προσχολική ηλικία. Ορισμένα όμως παιδιά παρουσιάζουν αυξημένη κινητική δραστηριότητα, παρορμητικότητα και απροσεξία σε σύγκριση με τα άλλα παιδιά της ίδιας χρονολογικής ηλικία. Με το πέρασμα του χρόνου και κυρίως με την είσοδο τους στο σχολείο καθώς οι απαιτήσεις του περιβάλλοντος αυξάνουν τα παιδιά με διαταραχή ελλειμματική προσοχή και υπερκινητικότητα αντιμετωπίζουν σοβαρές δυσκολίες στους τομείς της σχολικής, συναισθηματικής και κοινωνική τους προσαρμογής. 

Ένα από τα βασικά παράπονα των γονέων είναι ότι τα παιδιά αυτά σπάνια ολοκληρώνουν τις δραστηριότητες τις οποίες ξεκινούν και ιδιαίτερα όταν αυτές σχετίζονται με τη σχολική εργασία. Μέσα στην αίθουσα η υπερκινητική και παρορμητική συμπεριφορά των παιδιών αυτών τα δυσκολεύει να παραμείνουν καθιστά για πολλή ώρα και να παρακολουθούν με ησυχία το μάθημα (συχνά σηκώνονται από τις θέσεις τους και κάνουν βόλτες ή όταν παραμένουν καθιστά κάνουν άσκοπες κινήσεις και θόρυβο παρακωλύοντας την ομαλή διεξαγωγή του μαθήματος). Οι δάσκαλοι συχνά αναφέρουν ότι τα παιδιά με ΔΕΠ – Υ ονειροπολούν την ώρα του μαθήματος και είναι αφηρημένα και παρουσιάζουν ασυνέπεια στις επιδόσεις τους. Οι δυσκολίες των παιδιών επεκτείνονται και στον τομέα των διαπροσωπικών σχέσεων καθώς δυσκολεύονται να συμμετάσχουν σε ομαδικά παιχνίδια και να αναλαμβάνουν την ευθύνη των πράξεων τους.

Στόχοι της ψυχοθεραπευτικής παρέμβασης σε παιδιά με ΔΕΠ – Υ

Βασικοί στόχος της ψυχολογικής υποστήριξης των παιδιών με ΔΕΠ – Υ αποτελούν:

  • η μείωση της παρορμητκότητας και της αυξημένης κινητικής δραστηριότητας
  • η αύξηση του χρονικού διαστήματος προσοχής
  • η διαμόρφωση επιθυμητών συμπεριφορών αλληλεπίδρασης

Τα παιδιά με τη βοήθεια προγραμμάτων που εφαρμόζονται κατά την παρέμβαση μας και βασίζονται στην διαφορική ενίσχυση, την  λεκτική αυτοκαθοδήγηση και την επίλυση προβλημάτων  μαθαίνουν να ρυθμίζουν την συμπεριφορά τους σύμφωνα με τους κοινωνικούς κανόνες και να εντάσσονται καλύτερα στο οικογενειακό και  σχολικό περιβάλλον.        

Οι  γονείς και οι δάσκαλοι είναι απαραίτητο να εκπαιδευτούν, προκει­μένου να αποκτήσουν την ικανότητα να χειρίζονται αποτελε­σματικά τις αντιδράσεις του παιδιού με ΔΕΠ-Υ με τρόπο, ο οποί­ος να ευνοεί την εκδήλωση της θετικής συμπεριφοράς και να αποτρέπει την εκδήλωση της αρνητικής συμπεριφοράς. Η συνεργασία με τους γονείς και τους εκπαιδευτικούς και η ενεργό εμπλοκή τους σε προγράμματα τροποποίησης της συμπεριφοράς αποτελεί βασικό τμήμα της θεραπευτικής αντιμετώπισης των παιδιών  με ΔΕΠ- Υ στο κέντρο μας.

ΔΙΑΤΑΡΑΧΗ ΔΙΑΓΩΓΗΣ

Η εκδήλωση επιθετικής συμπεριφοράς εντάσσεται στις δυσκολίες προσαρμογής ή αλλιώς συμπτώματα προβληματικής συμπεριφοράς που εμφανίζουν ταπαιδιά και οι έφηβοι. Εκτιμάται ότι το ένα τρίτο έως ένα δεύτερο των παιδιών που παραπέ­μπονται στις ιατροπαιδαγωγικές υπηρεσίες εκδηλώνουν εκείνες τις μορφές συμπεριφοράς που περιγράφονται με τον όρο ‘διαταραχή δια­γωγής’, ενώ το ποσοστό αυτό για τους εφήβους αγγίζει το 70%.

 Η επιθετικότητα σε ανθρώπους και ζώα και εκδηλώνεται, κυρίως  με άσκηση σωματική, λεκτικής και ψυχολογικής βίας, Επίσης,  η καταστροφή ιδιοκτησίας, η οποία εκ­δηλώνεται με την πρόκληση φωτιάς ή με άλλο τρόπο, όπως και οι κλοπές  αποτελούν  ενδείξεις της διαταραχής   Τέλος, η τέταρτη κατηγορία είναι οι συχνές παραβιάσεις κανόνων,  όπως η συχνή παραμο­νή εκτός σπιτιού τη νύχτα χωρίς τη γονεϊκή άδεια (με έναρξη πριν την ηλικία των 13 ετών), η απομάκρυνση από το σπίτι για μεγάλο χρονικό διάστημα και οι συχνές αδικαιολόγητες απουσίες από το σχολείο.

 Η συχνότητα εμφάνισης της διαταραχής διαφέρει ανάλο­γα με το φύλο και την ηλικία του παιδιού. Οι εκτιμήσεις για τη συχνότητα εμφάνισης της διαταραχής στα παιδιά και στους εφήβους κυμαίνονται μεταξύ 1-10% (Zoccolillo, 1993). Σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία, η διαταραχή διαγωγής εμφανίζεται στα αγόρια με συχνότητα πολύ μεγαλύτερη από αυτή των κο­ριτσιών. Συγκεκριμένα, στα τέσσερα αγόρια με διαταραχή διαγωγής αντιστοιχεί ένα μόνο κορίτσι

ΕΝΑΝΤΙΩΤΙΚΗ ΠΡΟΚΛΗΤΙΚΗ ΔΙΑΤΑΡΑΧΗ

Η εναντιωτική προκλητική διαταραχή αποτελεί ένα από τα πιο συχνά προβλήματα των παιδιών που παραπέμπονται. Χαρακτηρίζεται από αρνητισμό, έλλειψη συνεργατικής διάθεσης, έλλειψη υπακοής, προκλητική και αντιδραστική συμπεριφορά. Η αντιδραστική συμπεριφορά κατά την νηπιακή ηλικία εντάσσεται στα πλαίσια της φυσιολογικής ανάπτυξης. Η αυξημένη τάση του νηπίου για αυτάρκεια, αυτονομία και ανάληψη πρωτοβουλιών εκδηλώνεται ενίοτε με πείσμα, αρνητισμό και ανυπακοή. Στις περιπτώσεις όμως εκείνες που τα συμπτώματα αυτά εμφανίζονται με μεγάλη συχνότητα και υπερβολική ένταση, συνεχίζονται κατά τη παιδική ηλικία και αποτελούν βασικό παράγοντα της διατάραξης των σχέσεων με τους ενηλίκους και τους συνομηλίκους τότε ενδέχεται να αποτελούν ένδειξη εναντιωτικής προκλητικής διαταραχής.

Η εναντιωτική προκλητική διαταραχή παρουσιάζεται στο γενικό πληθυσμό με συχνότητα 6 – 10. Το 50% των παιδιών με εναντιωτική προκλητική διαταραχή συνεχίζει να παρουσιάζει αυτή τη διαταραχή στην εφηβεία, το 25% αναπτύσσει επιπλέον συμπτώματα διαταραχή διαγωγής ενώ στο 25% τα συμπτώματα υποχωρούν.

Αν και η εναντιωτική προκλητική διαταραχή αποτελεί κυρίως διαταραχή της συμπεριφοράς,  χαρακτηρίζεται από  γνωστικές συναισθηματικές και κοινωνικές δυσκολίες. Όσον αφορά τη γνωστική ανάπτυξη, τα παιδιά με εναντιωτική προκλητική διαταραχή χαρακτηρίζονται από αδυναμία εσωτερίκευσης των κοινωνικών κανόνων και των κοινωνικά αποδεκτών προτύπων συμπεριφοράς και από αποδοτικό στυλ. Ερμηνεύουν τις αλληλεπιδράσεις ως απειλητικές και αντιδρούν με επιθετικότητα και προκλητική συμπεριφορά. Ο θυμός και η ευερεθιστότητα αποτελούν τα κυρίαρχα συναισθήματα των παιδιών  με εναντιωτική προκλητική διαταραχή.
Η σχέση των γονέων – παιδιών χαρακτηρίζεται από αποτυχία συμμόρφωσης των παιδιών με  τις απαιτήσεις και τους κανόνες των γονέων και  από χρήση τιμωρητικών μεθόδων επιβολή της πειθαρχίας. Οι γονείς χρησιμοποιούν συχνά απειλητικό ύφος, επιβάλουν  σωματικές τιμωρίες και δίνουν στα παιδιά τους περισσότερες εντολές και οδηγίες χωρίς μάλιστα να τους αφήνουν τον απαραίτητο χρόνο για να συμμορφωθούυ και δεν τροποποιούν τη συμπεριφορά τους ανάλογα με το επίπεδο επιτυχίας του παιδιού

Espa Banner
Scroll to Top